- προκαταχρώμαι
- -άομαι, Α [καταχρῶμαι]1. καταναλώνω, εξαντλώ εκ τών προτέρων («τοῑς τῆς φυγῆς ἐφοδίοις προκαταχρησάμενος», Διον. Αλ.)2. μεταχειρίζομαι προηγουμένως («προκαταχρᾱσθαι τῷ Καίσαρι εἴς τινα», Αππ.)3. φονεύω προηγουμένως («προκαταχρᾱσθαι ἑαυτόν», Δίων)4. (με παθ. σημ.) (για τις συνόδους τής εκκλησίας τού δήμου) εξαντλούμαι, συμπληρώνω εκ τών προτέρων τον ορισμένο αριθμό τών τεσσάρων κατά πρυτανεία.
Dictionary of Greek. 2013.